κόσκινα — κόσκινον sieve neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Суюлдзоглу, Нелли — Нелли Суюлдзоглу Серайдари (греч. Έλλη Σουγιουλτζόγλου Σεραϊδάρη Айдын 23 ноября 1899 Афины 17 августа 1998) одна из первых гречанок фотографов с международным признанием, более известная в мире фотографии под её английской… … Википедия
κοσκινάς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Διονύσιος. Καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά πολέμησε στον τακτικό στρατό των Επτανησίων. Αργότερα μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις εκεί καθώς και στην εκστρατεία της Αττικής. Μετά… … Dictionary of Greek
Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) … Deutsch Wikipedia
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
κοσκινάδικο — το [κοσκινάς] εργαστήριο όπου κατασκευάζονται κόσκινα, κοσκινοποιείο … Dictionary of Greek
κοσκινοποιός — ο (Α κοσκινοποιός) αυτός που κατασκευάζει κόσκινα, ο κοσκινάς … Dictionary of Greek
κοσκινοπωλείο — το κατάστημα όπου πωλούνται κόσκινα … Dictionary of Greek
κοσκινοπώλης — ο (Α κοσκινοπώλης) αυτός που πουλά κόσκινα, ο κοσκινάς … Dictionary of Greek